- μετάζωα
- τα биол многоклеточные
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
μετάζωα — Πολυκύτταροι ζωικοί οργανισμοί, που συνιστούν μία από τις δύο μεγάλες υποδιαιρέσεις του ζωικού βασιλείου, μαζί με τα πρωτόζωα, τα οποία αποτελούνται από ένα μόνο κύτταρο. Τα πολυάριθμα κύτταρα που συνθέτουν το σώμα των μ. είναι οργανωμένα σε… … Dictionary of Greek
αναπαραγωγή — Χαρακτηριστική λειτουργία όλων των ζωντανών συστημάτων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση, συνέχιση και εξέλιξη του φαινομένου της ζωής σε νέους οργανισμούς, με τελικό επακόλουθο τη διατήρηση και διαιώνιση του είδους τους. Η α. είναι απόλυτα… … Dictionary of Greek
αίσθηση — Φαινόμενο χάρη στο οποίο ο άνθρωπος και τα ζώα αντιλαμβάνονται αυτά που συμβαίνουν στο εσωτερικό του οργανισμού τους ή στο εξωτερικό περιβάλλον, διαμέσου γνωρισμάτων κατάλληλων για τη λήψη διαφόρων ερεθισμάτων και χάρη στις γενικές ιδιότητες της… … Dictionary of Greek
δευτεροστόμια — Οργανισμοί στους οποίους ο βλαστιδιοπόρος που σχηματίζεται μετά τη γαστριδίωση προορίζεται για να λειτουργεί ως έξοδος του πεπτικού σωλήνα (έδρα). Το στόμα ανοίγει δευτερογενώς σε θέση περίπου αντιδιαμετρική της έδρας. * * * τα κοιλωματικά… … Dictionary of Greek
ετερογαμία — Τρόπος αμφιγονικής αναπαραγωγής, κατά την οποία οι συναπτόμενοι γαμέτες προέρχονται από διαφορετικά άτομα. Η ε. μπορεί να χαρακτηριστεί ως ανισογαμία αν υπάρχει διαφορά μεγέθους και μορφής μεταξύ των γαμετών ή μεταξύ των γεννητικών κυττάρων των… … Dictionary of Greek
κενοτόπιο — Οι κοιλότητες που βρίσκονται μέσα στο κυτταρόπλασμα. Απαντούν τόσο στα ζωικά όσο και στα φυτικά κύτταρα και είναι γεμάτα από αέρια ή υγρά που περιβάλλονται από λεπτή ελαστική μεμβράνη· η τελευταία πιστεύεται ότι φέρει ένζυμα που σχετίζονται με… … Dictionary of Greek
μαλάκια — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
μαλακία — Μεγάλο φύλο του ζωικού βασιλείου, το οποίο περιλαμβάνει ζώα με μαλακό σώμα –όπως υποδηλώνει και η ονομασία τους– το οποίο βρίσκεται μέσα σε ένα σκληρό ασβεστολιθικό κέλυφος. Στερούνται μεταμέρειας και έχουν αμφίπλευρη συμμετρία, η οποία μερικές… … Dictionary of Greek
μεσεντέριο — το (Α μεσεντέριον) πτυχές τού περιτοναίου οι οποίες συνάπτουν διάφορα μέρη τού εντερικού σωλήνα στα τοιχώματα τής κοιλιάς νεοελλ. βιολ. α) διπλή εκπτύχωση τής σπλαγχνοπλευράς στα κοιλωματικά μετάζωα, με την οποία συγκρατείται ο πεπτικός σωλήνας… … Dictionary of Greek
ολιγόμερα — τα ζωολ. ταξινομική ομάδα που περιλαμβάνει μετάζωα με περιορισμένη μεταμέρεια … Dictionary of Greek
ορθομίτωση — η (ιστολ.) τρόπος κυτταρικής διαίρεσης που εμφανίζεται σε όλα τα μετάζωα και στα μετάφυτα, καθώς και σε πολλές ομάδες πρωτοζώων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. orthomitose < ορθ(ο) * + μίτωση] … Dictionary of Greek